σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
ο (θηλ. -ώτρια) αναδασώσω
αυτός που αναλαμβάνει ή εκτελεί την αναδάσωση, που φυτεύει δέντρα σε αποψιλωμένους χώρους.