αναζωογονητικός
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που συντελεί στην αναζωογόνηση, που αναζωογονεί ψυχικά και σωματικά, ζωογόνος, τονωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. απαντά για πρώτη φορά το 1890].