οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(-έω) (Α ἀναθορυβῶ) θορυβῶκάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θορυβῶ].