ανακοινώνω
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
(Α ἀνακοινῶ, -όω)
γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ
αρχ.
Ι. (ενεργ. και μέσ.)
1. μεταδίδω, μεταβιβάζω
2. συμβουλεύομαι, ρωτώ
ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κοινῶ.
ΠΑΡ. ανακοίνωση(-ις)
νεοελλ.
ανακοινωθέν, ανακοινωτής].