ανακολυμβώ

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek Monolingual

ἀνακολυμβῶ (-άω) (Α)
1. κολυμπώ και βγαίνω στην επιφάνεια
2. ανασύρω κάτι από τον πυθμένα στην επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολυμβῶ].