γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
οτακτικός δικαστής στον οποίο ανατίθεται από τον νόμο η διενέργεια κύριας ανάκρισης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 «στους Ελληνικούς Κώδικες].