ανακροτώ

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Greek Monolingual

ἀνακροτῶ (-έω) (Α)
σηκώνω τα χέρια και χτυπώ τις παλάμες, χειροκροτώ, επευφημώ ζωηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κροτῶ].