γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
ἀνακροτῶ (-έω) (Α)σηκώνω τα χέρια και χτυπώ τις παλάμες, χειροκροτώ, επευφημώ ζωηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κροτῶ].