αναμάσημα

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

και αναμάσισμα, το
1. ξαναμάσημα της τροφής, αναμάσηση, μηρυκασμός
2. ασαφής λόγος ή έκφραση γεμάτη υπεκφυγές
3. (κυρίως στον πληθ.) τα αναμασήματα
συνεχής επανάληψη τών ίδιων λόγων.