αναπαραγωγικότητα

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

η
ικανότητα για αναπαραγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαραγωγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].