αναπεπταμένος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπεπταμένος, -η, -ον) ἀναπετάννυμι
(κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος
νεοελλ.
1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν προφυλάσσονται από τους ανέμους ή τα κύματα της θάλασσας
2. για πράγματα που μπορούν να εκταθούν, να ξεδιπλωθούν
αρχ.
1. απροκάλυπτος, αναιδής, αδιάντροπος
2. επίρρ. ἀναπεπταμένως απροκάλυπτα, φανερά, με σαφήνεια.