αναπότρεπτος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναπότρεπτος) ἀποτρέπω
1. αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον απομακρύνει ή να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπότρεπτο
το μοιραίο, ο θάνατος.