αναπότρεπτος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπότρεπτος) ἀποτρέπω
1. αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον απομακρύνει ή να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπότρεπτο
το μοιραίο, ο θάνατος.