Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναρρίχηση

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

η (Α ἀναρρίχησις)
το σκαρφάλωμα
νεοελλ.
1. αθλητικό αγώνισμα με σκαρφάλωμα σε δοκό ή σχοινί
2. μτφ. το να ανέλθει κανείς διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρριχώμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρριχητικός].