αναρριχητικός

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αναρρίχηση
2. αυτός που αναρριχάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις (-η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].