ανδραποδίζω

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

ἀνδραποδίζω (Α)
(ενεργ, και μέσ.)
1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο
2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον.
ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής, ανδραποδιστικός].