Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανδραποδίζω

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

ἀνδραποδίζω (Α)
(ενεργ, και μέσ.)
1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο
2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον.
ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής, ανδραποδιστικός].