ανδροδάμας

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

ἀνδροδάμας, ο, η, (Α)
1. εκείνος που καταδαμάζει τους άνδρες
2. ανδροφόνος, αντροφονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -δάμας < δάμνημι «δαμάζω»].