ανδροδάμας
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek Monolingual
ἀνδροδάμας, ο, η, (Α)
1. εκείνος που καταδαμάζει τους άνδρες
2. ανδροφόνος, αντροφονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -δάμας < δάμνημι «δαμάζω»].