οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
ἀνδροκοίτης, ο (Μ)ο συνουσιαζόμενος με άνδρα, ο αρσενοκοίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κοίτης < κοίτη «κλίνη»].