ανδροληψία

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

Greek Monolingual

ἀνδροληψία, η (και -λήψιον) (Α)
σύλληψη ανδρών στη θέση φονιά που δεν πιάστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + λήψις λαμβάνω.