ανδροτής

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

ἀνδροτής, -ῆτος, ἡ (Α)
ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή του ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα].