ανείμων

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

ἀνείμων, -ον (Α)
γυμνός, χωρίς ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + είμα «ένδυμα»].