ανελέητος

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνελέητος, -ον)
ο χωρίς έλεος, ανηλεής, σκληρός
νεοελλ.
αυτός που δεν βρίσκει έλεος, επιείκεια, βοήθεια, ελεημοσύνη.