Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(για άνεμο) πνέω σφοδρά και με βουητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + σουρίζω < σφυρίζω].