ανεμοσουρίζω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual


(για άνεμο) πνέω σφοδρά και με βουητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + σουρίζω < σφυρίζω].