ανθοκήπιο

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

και ανθοκήπι, το
βλ. ανθόκηπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + κηπίον, υποκορ, του κήπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χρ. Δαραλέξη (ψευδώνυμο Daramot) στην εφημερίδα Ακρόπολις].