ανθοκήπιο

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

και ανθοκήπι, το
βλ. ανθόκηπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + κηπίον, υποκορ, του κήπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χρ. Δαραλέξη (ψευδώνυμο Daramot) στην εφημερίδα Ακρόπολις].