ανθράκευση
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
Greek Monolingual
η
1. η κατασκευή ξυλανθράκων
2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση].