ανθρακίζω

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

(AM ἀνθρακίζω)
1. ανθρακεύω
2. ψήνω κάτι στην ανθρακιά
μσν.
μοιάζω με τον πολύτιμο λίθο
άνθρακα.