ανθρακίζω

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source

Greek Monolingual

(AM ἀνθρακίζω)
1. ανθρακεύω
2. ψήνω κάτι στην ανθρακιά
μσν.
μοιάζω με τον πολύτιμο λίθο
άνθρακα.