ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(AM ἀνθρακίζω)1. ανθρακεύω2. ψήνω κάτι στην ανθρακιάμσν.μοιάζω με τον πολύτιμο λίθοάνθρακα.