ανθρωπάκος
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Greek Monolingual
κ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το (υποκορ. του άνθρωπος)
1. μικρόσωμος άνθρωπος
2. μικρό ομοίωμα ανθρώπου
3. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, μικροπρεπής, ασήμαντος, δειλός
4. αγαθός, φιλήσυχος άνθρωπος.