κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
η (Α ἀνοησία)η ιδιότητα του ανόητου, βλακεία, απερισκεψίανεοελλ.συνεκδ. ανόητη πράξη ή λόγοςαρχ.το ακατάληπτο, το ακατανόητο.