ανοικοδόμηση
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η (AM ἀνοικοδόμησις, -εως)
η εκ νέου οικοδόμηση, ξαναχτίσιμο, επανίδρυση
νεοελλ.
1. η εκ νέου κατασκευή των οικοδομημάτων μιας περιοχής που καταστράφηκαν από πόλεμο ή θεομηνία
2. η ανασυγκρότηση, η οικονομική ανόρθωση μιας χώρας ή ενός τομέα της δημόσιας ζωής
3. χημική αντίδραση κατά την οποία αυξάνει ο αριθμός των ατόμων του άνθρακα στο μόριο μιας οργανικής ένωσης.