ανοικοκύρευτος

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

-η, -ο
(για ανθρώπους)
1. ακατάστατος, ατημέλητος
2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης
3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του
4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος.