αντίχαρη

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

η (Α ἀντίχαρις, -ιτος)
1. χάρη που γίνεται για ανταπόδοση άλλης
2. φρ. «η χάρη θέλει αντίχαρη».