ανταγωνιστής
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
ο (θηλ. ανταγωνίστρια, η) (Α ἀνταγωνιστής)
αυτός που ανταγωνίζεται κάποιον
αρχ.
1. ενάντιος, αντίθετος, αντιμαχόμενος
2. ο αντεραστής.