αντεπισπώ

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

ἀντεπισπῶ (-άω) (Α)
1. τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση
2. (-ώμαι) απορροφώ, χωνεύω.