αντερωτώ

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ἀντερωτῶ (-άω) (Α)
κάνω ερώτηση σε κάποιον που με ρώτησε (αντί να δώσω απάντηση).