αντηρίδα
From LSJ
Μακρὸς γὰρ αἰὼν συμφορὰς πολλὰς ἔχει → Mala multa secum longa ferre aetas solet → Ein langes Leben bietet Leid in großer Zahl
Greek Monolingual
η (AM ἀντηρίς)
νεοελλ.
1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική
2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την ενίσχυση του τοίχου είτε για την αντιστήριξη των πλάγιων ωθήσεων των τόξων ή της στέγης
3.ξερολιθιά σε επικλινές έδαφος για να συγκρατεί το χώμα.
μσν.
παράθυρο.
αρχ.
1. στήριγμα τοποθετημένο κατακόρυφα
2. πληθ. δοκοί της πλώρης που προεξέχουν από το σκαρί του πλοίου
3. πληθ. ρουθούνια.