αντιδρώ

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

(Α ἀντιδρῶ, -άω)
νεοελλ.
1. δρω, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, εναντιώνομαι
2. (ψυχολ.) απαντώ σε ερέθισμα
αρχ.
1. δρω εναντίον κάποιου
2. αντιπληρώνω.