αντιδρώ
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
Greek Monolingual
(Α ἀντιδρῶ, -άω)
νεοελλ.
1. δρω, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, εναντιώνομαι
2. (ψυχολ.) απαντώ σε ερέθισμα
αρχ.
1. δρω εναντίον κάποιου
2. αντιπληρώνω.