αντιπαραβολή
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.
Russian (Dvoretsky)
αντιπαραβολή: ἡ взаимное сопоставление, сравнение Arst., Plut.