δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀντιπερισπῶ (-άω) (Α)1. αναγκάζω τον εχθρό να κάνει κίνηση αντίθετη από αυτήν που σκόπευε2. αποσπώ αλλού την προσοχή του εχθρού, ενεργώ αντιπερισπασμό.