αντλία
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
η (Α ἀντλία) άντλος
νεοελλ.
συσκευή, που χρησιμοποιεί μηχανικό έργο για να μεταφέρει, να ανυψώσει ή να συμπιέσει ρευστά
αρχ.
1. αμπάρι πλοίου
2. το ακάθαρτο νερό που συγκεντρώνεται στο εσωτερικό του πλοίου.