ανυποταξία

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνυποταξία)
απείθεια, ανυπακοή
νεοελλ.
Στρ. στρατιωτικό αδίκημα κατά το οποίο στρατεύσιμος δεν παρουσιάστηκε για κατάταξη την τακτή ημερομηνία.