ανόμοιος
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀνόμοιος, -ον)
αυτός που δεν είναι όμοιος με κάτι ή κάποιον, διαφορετικός
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. η ανομοιότητα
μσν.
οἱ Ἀνόμοιοι
Αρειανοί των άκρων, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Υιός δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον Πατέρα.