ανύπαρκτος

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνύπαρκτος, -ον)
1. αυτός που δεν υπάρχει, δεν υφίσταται
2. φανταστικός.