ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
-η, -ο (Α ἀνύπαρκτος, -ον)1. αυτός που δεν υπάρχει, δεν υφίσταται2. φανταστικός.