αξιόθεος

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

(I)
ἀξιόθεος, -ον θεός (Α)
ο άξιος του θεού, ευσεβής.
(II)
ἀξιόθεος, -ον θέα (Α)
ο αξιοθέατος.