αξιόνικος

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀξιόνικος, -ον (Α)
ο άξιος να νικήσει, ο ικανός να πετύχει σε κάτι.