αξονικός

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αξονας. Η λ. μαρτυρείται στον Βενιαμίν Λεσβίο].