ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
-η, -ο (AM ἀπαίδευτος, -ον)αμόρφωτοςνεοελλ.αυτός που δεν πέρασε βάσανααρχ.1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σε κάτι2. αδέξιος, άκομψος.