απαξιώ

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

(Α ἀπαξιῶ, -όω)
θεωρώ ότι δεν αξίζει τον κόπο να κάνω κάτιαπαξιώ να απαντήσω»)
αρχ.
1. θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντο
2. κρίνω κάποιον ότι δεν αξίζει για κάτι.