απαράλλαχτος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαράλλακτος, -ον)
αυτός που δεν παρουσιάζει παραλλαγές, ή διαφορές σχετικά με κάποιον άλλο, ο εντελώς όμοιος («ίδιος κι απαράλλαχτος»)
αρχ.-μσν.
ο αμετάβλητος.